βασιλευομένου

βασιλευομένου
βασιλεύω
to be king
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιβασιλέας — και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς) αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του νεοελλ. τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”